ψαροκέφαλος

ψαροκέφαλος
-η, -ο
1. αυτός που έχει κεφάλι σαν του ψαριού.
2. ψαρόμυαλος.
3. το ουδ. ως ουσ., ψαροκέφαλο το κεφάλι του ψαριού: Ρίξαμε στις γάτες τα ψαροκέφαλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ψαροκέφαλος — η, ο, Ν 1. αυτός που το κεφάλι του έχει σχήμα ψαριού 2. μτφ. (για πρόσ.) επιπόλαιος, ελαφρόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + κέφαλος (< κεφαλή)] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”