- ψαροκέφαλος
- -η, -ο1. αυτός που έχει κεφάλι σαν του ψαριού.2. ψαρόμυαλος.3. το ουδ. ως ουσ., ψαροκέφαλο το κεφάλι του ψαριού: Ρίξαμε στις γάτες τα ψαροκέφαλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.